- οὕννους
- ἔννους , ἔννουςthoughlfulmasc/fem nom plἔννους , ἔννουςthoughlfulmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως … Dictionary of Greek
μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις … Dictionary of Greek
Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… … Dictionary of Greek
Αθανάριχος — (Athanaric, 4ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Βησιγότθων, μεγάλος εχθρός των Ρωμαίων. Ηττήθηκε από τον αυτοκράτορα Βαλέντιο (369) και κατέφυγε στα όρη της Δακίας. Ο Α. συμμάχησε με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο για να αντιμετωπίσει τους… … Dictionary of Greek
Αλανοί — Περσικό νομαδικό έθνος (Οσοί στα γεωργιανά, Γιασοί στα ρωσικά) σαρματικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκε τα τελευταία προχριστιανικά χρόνια στις περιοχές ανατολικά της Κασπίας και βόρεια του Καυκάσου. Από τα ορμητήρια αυτά έκαναν επανειλημμένα… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek
Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… … Dictionary of Greek
Βησιγότθοι — Γερμανικός λαός, ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους των Γότθων (o άλλος ήταν οι Οστρογότθοι). Τον 4ο αι. μ.Χ., οι B., αφού εξασφάλισαν την άδεια να εγκατασταθούν στη Μοισία για να διαφύγουν από τους επερχόμενους Ούννους, επαναστάτησαν και… … Dictionary of Greek
Γαϊνάς ή Γαϊανάς — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Γότθος στρατηγός του Βυζαντίου. Ήταν αρχηγός των Γότθων, που είχαν κατακλύσει στο τέλος του 4ου και στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, και πιο συγκεκριμένα αυτών που είχαν εγκατασταθεί στη Θράκη. Πήρε… … Dictionary of Greek
Γεπίδες ή Γήπαιδες — Αρχαία γοτθική φυλή, που είχε εγκατασταθεί στα παράλια της Βαλτικής και αργότερα στα Καρπάθια, στις πηγές του Βιστούλα. Στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. έδιωξαν τους Βουργουνδίους από τη βόρεια Γερμανία. Το 269 έκαναν την πρώτη επιδρομή τους κατά του… … Dictionary of Greek